- ἡμι-κλεῖς
ἡμι-κλεῖς, πύλαι, halb verschlossen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-κλεῖς, πύλαι, halb verschlossen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίκλεις — ἡμίκλεις, ὁ, ἡ (Μ) (για πύλες πόλης, φρουρίου κ.λπ.) ημίκλειστος, μισοκλεισμένος ή φαινομενικά κλειστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλεις (< κλείω), πρβλ. αντί κλεις, κατά κλεις] … Dictionary of Greek