ἡμι-κύαθος, ὁ, ein halber Kyathus, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημικύαθος — ἡμικύαθος, ὁ (Α) μισός κύαθος, μέτρο ή αγγείο υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κύαθος «αγγείο»] … Dictionary of Greek
τρικύαθος — ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα τριών κυάθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κύαθος «αττικό μέτρο χωρητικότητας υγρών» (πρβλ. ἡμι κύαθος)] … Dictionary of Greek