- ἡμι-κόσμιον
ἡμι-κόσμιον, τό, die Welthälfte, Cleomed.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-κόσμιον, τό, die Welthälfte, Cleomed.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποκόσμια — ἱπποκόσμια, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κοσμήματα ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κοσμιον (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. ημι κόσμιον, κορο κόσμιον] … Dictionary of Greek