- ἡμι-κυκλικός
ἡμι-κυκλικός, halbkreisförmig, Schol. Plat. p. 82 Ruhnk.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-κυκλικός, halbkreisförmig, Schol. Plat. p. 82 Ruhnk.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημικυκλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ημικύκλιο 2. αυτός που έχει σχήμα μισού κύκλου («ημικυκλική αψίδα») 3. ανατ. φρ. «ημικυκλικοί σωλήνες» τρεις ημικυκλικοί οστέινοι σωλήνες στο εσωτερικό κάθε λιθοειδούς οστού. επίρρ... ημικυκλικώς και ά με … Dictionary of Greek
πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… … Dictionary of Greek