- ἡμι-εργής
ἡμι-εργής, ές, halb gethan, halb fertig, Luc. astrol. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-εργής, ές, halb gethan, halb fertig, Luc. astrol. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιεργής — ἡμιεργής, ὲς (Α) ημιέργαστος*, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργής (< έργον), πρβλ. δολο εργής, ευ εργής] … Dictionary of Greek