- ἡμι-βραχής
ἡμι-βραχής, ές, oder ἡμιβρεχής, halb benetzt, Theophr.; ϑερμοί Ammian. 20 (XI, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-βραχής, ές, oder ἡμιβρεχής, halb benetzt, Theophr.; ϑερμοί Ammian. 20 (XI, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιβραχής — ἡμιβραχής και ἡμιβρεχής –ὲς (Α) 1. μισοβρεγμένος, μισομουσκεμένος («ἡμιβραχὴς γῆ», θεόφρ.) 2. διάβροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βραχής (< βρέχω), πρβλ. θαλασσο βραχής, μυρο βραχής] … Dictionary of Greek