- ἡμι-χοῖνιξ
ἡμι-χοῖνιξ, ικος, ὁ, = Vor., Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-χοῖνιξ, ικος, ὁ, = Vor., Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιχοίνιξ — ἡμιχοῑνιξ, ἡ (Α) μισή χοίνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χοίνιξ «μέτρο χωρητικότητας ξηρών προϊόντων»] … Dictionary of Greek
ομοχοίνιξ — ὁμοχοῑνιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παρακρουσιχοίνικος — ον, Α (ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι χοίνικος)] … Dictionary of Greek