- ἡμι-φυής
ἡμι-φυής, ές, halbwüchsig, Menand., bei Poll. 6, 161 getadelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-φυής, ές, halbwüchsig, Menand., bei Poll. 6, 161 getadelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιφυής — ἡμιφυής, ές (Α) (για φυτά) αυτός που έχει φυτρώσει ή αναπτυχθεί λίγο, ο μισοφυτρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φυης (< φύος), πρβλ. δı φυής, ευ φυής] … Dictionary of Greek