- ἡμι-τέλειος
ἡμι-τέλειος, α, ον, = ἡμιτελής, φωνή, D. Hal. C. V. 14 p. 158, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-τέλειος, α, ον, = ἡμιτελής, φωνή, D. Hal. C. V. 14 p. 158, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… … Dictionary of Greek
θεοτελής — θεοτελής, ές (AM) αυτός που φτιάχθηκε τέλειος από τον θεό μσν. αυτός που εκτελεί το θέλημα τού θεού. επίρρ... θεοτελῶς (Μ) κατά το θέλημα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τελής (< τέλος), πρβλ. α τελής, ημι τελής] … Dictionary of Greek