ἡμι-τελής

ἡμι-τελής

ἡμι-τελής, ές, dasselbe, halb fertig; δόμος Il. 2, 701, des Protesilaos, der bald nach der Vermählung in den Krieg gezogen; nach Einigen = kinderlos; nach Strab. VII, 296 = χῆρος; vgl. Luc. D. Hort. 19, 1; ϑάλαμος Diod. 9 (VII, 627); νίκη D. Hal. 2, 42; ἡμιτελές τι καταλείπειν Xen. Cyr. 8, 1, 3; ἀνήρ, dem τελέως ἀγαϑός entgegstzt, 3, 3, 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιτελής — ές (Α ἡμιτελής, ές) μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος 2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα 3 …   Dictionary of Greek

  • θεοτελής — θεοτελής, ές (AM) αυτός που φτιάχθηκε τέλειος από τον θεό μσν. αυτός που εκτελεί το θέλημα τού θεού. επίρρ... θεοτελῶς (Μ) κατά το θέλημα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τελής (< τέλος), πρβλ. α τελής, ημι τελής] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοτελής — ές αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος. επίρρ... ιδιοτελώς συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τελής (< τέλος), πρβλ. ημι τελής, λυσι τελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην …   Dictionary of Greek

  • νεοτελής — νεοτελής, ές (Α) 1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πρόσφατα, αυτός που κατηχήθηκε πρόσφατα 2. αυτός που τελείωσε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τελής (< τέλος «σκοπός»), πρβλ. ημι τελής] …   Dictionary of Greek

  • οξυτελής — ές (ΑΜ ὀξυτελής, ές) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελής εντομολ. γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων μσν. αρχ. αυτός που λήγει σε οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τελής (< τέλος), πρβλ. ημι τελής] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοτελής — ές, Μ (για τον Χριστό) αυτός που έχει τον ίδιο σκοπό με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο)* + τελής (< τέλος), πρβλ. ἡμι τελής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”