- ἡμι-τρής
ἡμι-τρής, ῆτος, halb durchbohrt, B. A. 1379.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-τρής, ῆτος, halb durchbohrt, B. A. 1379.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτρής — ἡμιτρής ῆτος, ὁ (Μ) ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τρης (< θ. τρη τού τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ τρη μαι), πρβλ. αμφι τρής] … Dictionary of Greek