ἡμισάκις, einhalbmal, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημισάκις — ἡμισάκις (Α) επίρρ. κατά το ήμισυ, μισή φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. άκις (πρβλ. οσ άκις, πολλ άκις)] … Dictionary of Greek
ἡμισάκις — half a time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)