- ἡμισύ-δουλος
ἡμισύ-δουλος, ὁ, Halbsklav, Man. 4, 600.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμισύ-δουλος, ὁ, Halbsklav, Man. 4, 600.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίδουλος — ἡμίδουλος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ δούλος, ο σχεδόν δούλος … Dictionary of Greek
ημισύδουλος — ἡμισύδουλος, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ δούλος, ημίδουλος … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek