- ἡμι-σφαίριον
ἡμι-σφαίριον, τό, Halbkugel; Plat. Ax. 371 a; Alexis bei Ath. II, 60 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-σφαίριον, τό, Halbkugel; Plat. Ax. 371 a; Alexis bei Ath. II, 60 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισφαίριον — τὸ, Μ περικύκλιο, περιφέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφαῖρα (πρβλ. επισφαίριον, ημι σφαίριον)] … Dictionary of Greek