- ἡμερο-λόγιον
ἡμερο-λόγιον, τό, Tageberechnung, Kalender, Plut. Caes. 59, v. l. ἡμερολογεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμερο-λόγιον, τό, Tageberechnung, Kalender, Plut. Caes. 59, v. l. ἡμερολογεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλητορολόγιον — κλητορολόγιον, τὸ (Μ) 1. ο αυστηρός εθιμοτυπικός κανονισμός που ίσχυε κατά τη διοργάνωση τών επίσημων κλητορίων 2. στον πληθ. τὰ κλητορολόγια βιβλία που περιείχαν αυτόν τον κανονισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητόριον + λόγιον (< λόγος < λόγος), πρβλ … Dictionary of Greek