- ἡμερο-δρόμος
ἡμερο-δρόμος, ὁ, den Tag über laufend, von der Sonne, VLL. Gew. als subst. Eilbote, Her. 6, 105 Plat. Prot. 355 c, vgl. Poll. 1, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμερο-δρόμος, ὁ, den Tag über laufend, von der Sonne, VLL. Gew. als subst. Eilbote, Her. 6, 105 Plat. Prot. 355 c, vgl. Poll. 1, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιθυδρόμος — ἰθυδρόμος, ον (Α) ευθυδρόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμος, πελαγο δρόμος] … Dictionary of Greek
κυριακοδρόμιο(ν) — το (Μ κυριακοδρόμιον) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει ομιλίες ή λόγους επί τών περικοπών τών Ευαγγελίων, τών Πράξεων και τών Επιστολών τών Αποστόλων, που αναγιγνώσκονται κατά τις Κυριακές στις εκκλησίες, αλλ. κυριακό(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κυριακή + … Dictionary of Greek
κωλυσιδρόμης — κωλησιδρόμης, ὁ (Α) αυτός που παρακωλύει την πορεία, που εμποδίζει τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρόμης (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμης, σταδιο δρόμης. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek