- ἡμερο-γράφος
ἡμερο-γράφος, ὁ, Zeitungsschreiber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμερο-γράφος, ὁ, Zeitungsschreiber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερογράφος — ο (Α ἱερογράφος) ο συγγραφέας ιερών βιβλίων νεοελλ. αυτός που ζωγραφίζει ιερά πρόσωπα, μορφές αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γραφος* (πρβλ. ανθρωπο γράφος, ημερο γράφος] … Dictionary of Greek