ἡμερούσιος

ἡμερούσιος

ἡμερούσιος, täglich, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημερούσιος — ἡμερούσιος, ία, ιον (AM) ημερήσιος, καθημερινός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμερούσιον ημερήσια πληρωμή, μεροκάματο αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡμερούσιον καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + κατάλ. ούσιος κατά το επιούσιος*] …   Dictionary of Greek

  • ἡμερουσίων — ἡμερούσιος daily fem gen pl ἡμερούσιος daily masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερούσιον — ἡμερούσιος daily masc acc sg ἡμερούσιος daily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερουσίας — ἡμερουσίᾱς , ἡμερούσιος daily fem acc pl ἡμερουσίᾱς , ἡμερούσιος daily fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφημερούσιος — ἐφημερούσιος, ον (Α) αυτός που έχει περιουσία που επαρκεί για την τροφή μιας μέρας, που αποκτά όσα επαρκούν για μια μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡμερούσιος* «καθημερινός»] …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ἡμερουσίαν — ἡμερουσίᾱν , ἡμερούσιος daily fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερουσίᾳ — ἡμερουσίᾱͅ , ἡμερούσιος daily fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”