- ἡμερο-φύλαξ
ἡμερο-φύλαξ, ακος, ὁ, Tagwächter, Xen. Hell. 7, 2, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμερο-φύλαξ, ακος, ὁ, Tagwächter, Xen. Hell. 7, 2, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιροφυλακώ — καιροφυλακῶ, έω (Α) φροντίζω, περιποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακώ (< φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημερο φυλακώ, σωματο φυλακώ] … Dictionary of Greek