- ἡμερό-βιος
ἡμερό-βιος, in den Tag hineinlebend, der nur auf einen Tag Unterhalt hat od. sucht, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμερό-βιος, in den Tag hineinlebend, der nur auf einen Tag Unterhalt hat od. sucht, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συκόβιος — ον, Α μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + βιος (< βίος), πρβλ. ημερό βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης] … Dictionary of Greek