- ἡμερό-πιτυς
ἡμερό-πιτυς, υος, ἡ, zahme Fichte, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμερό-πιτυς, υος, ἡ, zahme Fichte, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίτυς — ος, η, ΝΜΑ 1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα 2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» είδος δέντρου εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
ημερόπιτυς — ἡμερόπιτυς, ίτυος, ἡ (Α) καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»] … Dictionary of Greek