- ἡμι-ποίητος
ἡμι-ποίητος, halb gemacht, Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-ποίητος, halb gemacht, Poll. 6, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιποίητος — ἡμιποίητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος κατά το ήμισυ, ο μισοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ποίητος (< ποιώ), πρβλ. ανεκ ποίητος, θεο ποίητος] … Dictionary of Greek