- παιδο-τριβικός
παιδο-τριβικός, ή, όν, zum παιδοτρίβης u. seinem Unterrichte gehörig; ἡ παιδοτριβική, die Ningkunft, Arist. pol. 8, 3; Poll. 10, 181. – Adv., παιδοτριβικῶς λέγεις, Ar. Equ. 492, wie ein Pädotribe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-τριβικός, ή, όν, zum παιδοτρίβης u. seinem Unterrichte gehörig; ἡ παιδοτριβική, die Ningkunft, Arist. pol. 8, 3; Poll. 10, 181. – Adv., παιδοτριβικῶς λέγεις, Ar. Equ. 492, wie ein Pädotribe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.