- ἡμι-ποδιαῖος
ἡμι-ποδιαῖος, einen halben Fuß lang, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-ποδιαῖος, einen halben Fuß lang, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιποδιαίος — ἡμιποδιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος μισό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ποδιαίος] … Dictionary of Greek