ἡμι-παθής, ές, halb leidend, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιπαθής — ἡμιπαθής, ές (Α) αυτός που πάσχει κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
τριπαθής — ές Μ πολυπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + παθής (< πάθος), πρβλ. ἡμι παθής] … Dictionary of Greek