- ἡμι-πύρωτος
ἡμι-πύρωτος, halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-πύρωτος, halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιπύρωτος — ἡμιπύρωτος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ πύρωτος, α πύρωτος] … Dictionary of Greek