- ἡμι-πόδιον
ἡμι-πόδιον, τό, halber Fuß, Pol. 6, 32, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-πόδιον, τό, halber Fuß, Pol. 6, 32, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιπόδιον — ἡμιπόδιον, τὸ (Α) (ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο πόδιον, υπο πόδιον]. ἡμιπόδιον, τὸ (Α) το μισό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός)] … Dictionary of Greek
ημιπόδιος — ο (Α ἡμιπόδιος) νεοελλ. ζωολ. πτηνό τής τάξης των γερανόμορφων αρχ. το ημιπόδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), ενώ η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemipode < νεολατιν.… … Dictionary of Greek