παιδοσύνη

παιδοσύνη

παιδοσύνη, ἡ, = παιδεία, im plur., Maneth. 4, 378.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιδοσύνη — παιδοσύνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) παιδεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κατάλ. σύνη] …   Dictionary of Greek

  • παιδοσύνῃσιν — παιδοσύνη fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”