- ἡδύ-γλωσσος
ἡδύ-γλωσσος, βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-γλωσσος, βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύγλωσσος — εὔγλωσσος, ον (ΑΜ) βλ. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί γλωσσος, ηδύ γλωσσος)] … Dictionary of Greek
ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
ιερόγλωσσος — η, ο (Α ἱερόγλωσσος, ον) αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, χρυσό γλωσσος] … Dictionary of Greek
καλόγλωσσος — η, ο (Μ καλόγλωττος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος μσν. ο εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
λιπόγλωσσος — λιπόγλωσσος, ον (Α) αυτός που τού λείπει η γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος] … Dictionary of Greek