- ἡδύ-καρπος
ἡδύ-καρπος, mit süßer Frucht, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-καρπος, mit süßer Frucht, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύκαρπος — ἡδύκαρπος, ον (Α) αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ καρπος, ξηρό καρπος] … Dictionary of Greek
ηδύγαιος — ἡδύγαιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον το φυτό σικυός ή σίκυος*, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ απαντά σε… … Dictionary of Greek