- ἡδύ-κρεως
ἡδύ-κρεως, ων, mit süßem, wohlschmeckendem Fleische; Arist. H. A. 6, 7; ἡδυκρεώτερον, gen. anim. 5, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-κρεως, ων, mit süßem, wohlschmeckendem Fleische; Arist. H. A. 6, 7; ἡδυκρεώτερον, gen. anim. 5, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύκρεως — ἡδύκρεως, ων, γεν. ω (Α) (για ζώα ή πτηνά) αυτός που έχει γλυκό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ * + κρεως (< κρέας), πρβλ. δί κρεως, κατά κρεως] … Dictionary of Greek
λιπόκρεως — λιπόκρεως, ων (AM) αυτός που χάνει το κρέας του, που γίνεται ισχνός, που αδυνατίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κρεως (< κρέας), πρβλ. δί κρεως, ηδύ κρεως] … Dictionary of Greek
πολύκρεος — ον / πολύκρεως, ων, ΜΑ αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν. β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρεος / κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύ κρεος, ηδύ κρεως] … Dictionary of Greek