ἡδύ-ποτος

ἡδύ-ποτος

ἡδύ-ποτος, angenehm zu trinken, οἶνος, Od. 2, 340 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

  • πικρόποτος — ον, Μ φρ. «κύλικας πικροπότους» ποτήρια που φέρνουν πίκρα όταν τά πιεις (Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + ποτός (βλ. λ. πίνω), πρβλ. ηδύ ποτος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόποτος — ον, Α φιλοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποτός (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. ἡδύ ποτος] …   Dictionary of Greek

  • κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”