- παιδο-σπόρος
παιδο-σπόρος, Kinder säend, erzeugend, Ar. frg. 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-σπόρος, Kinder säend, erzeugend, Ar. frg. 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεροποσπόρος — μεροποσπόρος, ον (Α) αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδο σπόρος, πυρι σπόρος)] … Dictionary of Greek
τεκνοσπόρος — ον, Α αυτός που σπέρνει παιδιά, που γονιμοποιεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. παιδο σπόρος] … Dictionary of Greek
πυροσπορώ — έω, Α σπέρνω εδαφική έκταση με σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + σπορῶ (< σπόρος < σπόρος < σπείρω), πρβλ. παιδο σπορώ, χορτο σπορώ] … Dictionary of Greek