ἡδυ-επής

ἡδυ-επής

ἡδυ-επής, ές, süß, angenehm redend; Νέστωρ Il. 1, 248; ἁδυεπὴς λύρα Pind. Ol. 11, 97; ὑμνος N. 1, 4; Ὅμηρος 7, 21; Apollo, Anth. (IX, 525).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής …   Dictionary of Greek

  • κομψοεπής — ές (Α κομψοεπής, ές) αυτός που μιλά κομψά, καλλιεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + επής (< ἔπος), πρβλ. αμετρο επής, ηδυ επής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”