- ἡδυ-παθής
ἡδυ-παθής, ές, wohllebend, steh dem Vergnügen ergebend, Hesych. φιλήδονος; Antiphan. Ath. XII, 526 d (neben ἁβρός, von den Ioniern), vgl. 545 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-παθής, ές, wohllebend, steh dem Vergnügen ergebend, Hesych. φιλήδονος; Antiphan. Ath. XII, 526 d (neben ἁβρός, von den Ioniern), vgl. 545 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυπαθής — ές (AM ἡδυπαθής, ές) αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές τής σάρκας, φιλήδονος το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές ήδυπάθεια, φιληδονία. επίρρ... ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς) με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + παθής… … Dictionary of Greek
κοινοπαθής — κοινοπαθής, ές (AM) αυτός που συμπάσχει, συμπονετικός. επίρρ... κοινοπαθῶς και έως (Α) (για τον Ιησού Χριστό) με τρόπο όμοιο με το κοινό πάθος, όπως πάσχουν οι άνθρωποι («κοινοπαθέως κοιμηθέντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + παθής (< πάθος, πρβλ.… … Dictionary of Greek
καθηδυπάθεια — καθηδυπάθεια, ἡ (Α) 1. ηδυπαθής βίος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σαρκική ἐπιθυμία». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡδυ πάθεια (< ἡδυ παθής] … Dictionary of Greek
καθηδυπαθώ — καθηδυπαθῶ, έω (Α) κάνω μεγάλες σπατάλες σε πολυτέλεια και ηδονές, ασωτεύω («δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ οὐδὲ καθηδυπάθησα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡδυ παθῶ (< ἡδυ παθής] … Dictionary of Greek