- ἡδυ-πότης
ἡδυ-πότης, ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-πότης, ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωροπότης — ζωροπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει άκρατο κρασί, ακρατοπότης, μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωρός «άκρατος, καθαρός» + πότης (< πίνω), πρβλ. ηδυ πότης, πολυ πότης] … Dictionary of Greek
ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] … Dictionary of Greek
ηδυπότις — ἡδυπότις, ιδος, ἡ (Α) είδος ποτηριού που, όπως πιστευόταν, έκανε γλυκιά τη γεύση τού ποτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + ποτις (< πότις, θηλ. τού πότης < πίνω)] … Dictionary of Greek