- ἡγέτις
ἡγέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen. S. ἁγέτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡγέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen. S. ἁγέτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγέτης — ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις) οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέ ομαι, ούμαι) + κατάλ. της (πρβλ. ευεργέ της, καταθέ της)] … Dictionary of Greek
σκυλακαγέτις — ιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Εκάτης) αυτή που οδηγούσε τα σκυλιά στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + αγέτις (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. κυν ηγέτις] … Dictionary of Greek