- ἡγε-μάχος
ἡγε-μάχος, ὁ, erkl. Hesych. πολέμαρχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡγε-μάχος, ὁ, erkl. Hesych. πολέμαρχος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek