ἡγεμονίς

ἡγεμονίς

ἡγεμονίς, ίδος, ἡ, fem. zu ἡγεμών, Führerinn, Herrscherinn, Sp., bes. adj., πόλις Strab. VIII, 372; γῆ App. B. C. 2, 65.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηγεμονίς — ἡγεμονίς, ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, ἡ (Α) (θηλ. τού ἡγεμών) 1. αυτή που άρχει, πρώτη, κυρίαρχος, προεξάρχουσα («ἡγεμονίδες πόλεις», Στράβ.) 2. (και μτφ.) αυτή που προεξάρχει, που είναι πρώτη («δικαιοσύνη ἡ ἐν ἀρεταῑς ἡγεμονίς», Φιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν.… …   Dictionary of Greek

  • ἡγεμονίς — imperial fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονίδες — ἡγεμονίς imperial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονίδι — ἡγεμονίς imperial fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονίδος — ἡγεμονίς imperial fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονίσιν — ἡγεμονίς imperial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηγεμονηΐς — ἡγεμονηΐς, ίδος, ἡ (Α) [ηγεμών] ποιητ. τ. αντί ηγεμονίς* …   Dictionary of Greek

  • ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱՋՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0290 Chronological Sequence: 6c ա. Առաջին. նախկին. *Աճեսցեն ծնունդք ըստ առաջնակն օրհնութեան: Առաջնակ գովութիւն: Զրկեցայ յառաջնակն փառաբաստուցեանց. Պիտ.: Եւ Առաջնորդ. հեղինակ. ըստ յն. առաջնորդուհի. ἠγεμονίς ductrix, imperatrix… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՌԱՋՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0290 Chronological Sequence: 6c գ. ἠγεμών, ἠγεμονίς, ἠγεμονικός, γενικώτατος princeps, principalis, generalissimus Առաջին. գլխաւոր. իշխան, կամ իշխանուհի. եւ Առաջնորդական. իշխանական. եւ Սեռականագոյն. եւ Առաջնակ. *Դէմքն (կամ երեսք)… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἡγεμονίδα — ἡγεμονίδᾱ , ἡγεμονίδης masc nom/voc/acc dual ἡγεμονίδης masc voc sg ἡγεμονίδᾱ , ἡγεμονίδης masc gen sg (doric aeolic) ἡγεμονίδης masc nom sg (epic) ἡγεμονίς imperial fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”