- ἡτέρα
ἡτέρα, d. i. ἡ ἑτέρα, Ar. Lys. 85. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡτέρα, d. i. ἡ ἑτέρα, Ar. Lys. 85. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek