- ὡσιωμένως
ὡσιωμένως, adv. part. perf. pass. von ὁσιόω, = ὁσίως, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὡσιωμένως, adv. part. perf. pass. von ὁσιόω, = ὁσίως, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωσιωμένως — Α επίρρ. κατά τρόπο όσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ὠσιωμένος τού ρ. ὀσιῶ, όω] … Dictionary of Greek