ἡσύχιμος

ἡσύχιμος

ἡσύχιμος, = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ησύχιμος — ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, ον (Α) ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ήσυχος] …   Dictionary of Greek

  • ἡσύχιμον — ἡσύχιμος masc/fem acc sg ἡσύχιμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁσύχιμον — ἁ̱σύχιμον , ἡσύχιμος masc/fem acc sg (doric) ἁ̱σύχιμον , ἡσύχιμος neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”