- ἡσυχίδας
ἡσυχίδας, δόμος, ruhig, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡσυχίδας, δόμος, ruhig, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ησυχίδας — ἡσυχίδας, ό (Α) [ήσυχος] αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, ήσυχος (ἡσυχίδας δόμος») … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek