- ἡσυχάστρια
ἡσυχάστρια, ἡ, die Besänftigerinn, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡσυχάστρια, ἡ, die Besänftigerinn, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ησυχάστρια — ἡσυχάστρια, ἡ (Μ) βλ. ησυχαστής … Dictionary of Greek
ἡσυχάστρια — she who soothes fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχάστριαν — ἡσυχάστρια she who soothes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ησυχαστής — ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) [ησυχάζω] 1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση 2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση τής τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος μσν. 1. (και στον πληθ.) … Dictionary of Greek
κηλήτειρα — κηλήτειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡσυχάστρια», αυτή που κατακηλεί, που μαγεύει, που θέλγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)] … Dictionary of Greek
sihastru — SIHÁSTRU, Ă, sihaştri, stre, s.m. şi f. 1. Om care trăieşte retras de lume în post şi rugăciuni; pustnic, anahoret, eremit, schimnic. 2. fig. Persoană care trăieşte izolată, retrasă de societate. ♦ Animal sălbatic bătrân care trăieşte singur.… … Dicționar Român