ηρωικός — ή, ό (Α ἡρωϊκός, ή, όν) [ήρως] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους») 2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή») νεοελλ. αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας αρχ.… … Dictionary of Greek
ηρωικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στους ήρωες: Ηρωική εποχή. – Ηρωική ποίηση. 2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του ήρωα ή ταιριάζει σε ήρωα: Ηρωικός θάνατος. – Ηρωική πράξη. – Ηρωική αντίσταση. – Έπεσε ηρωικά. 3. «Ηρωικό μέτρο», το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡρωικός — ἡρωίζω write heroic verse perf part act neut nom/voc/acc sg ἡρωικός of the heroes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωικά — ἡρωικός of the heroes neut nom/voc/acc pl ἡρωικά̱ , ἡρωικός of the heroes fem nom/voc/acc dual ἡρωικά̱ , ἡρωικός of the heroes fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωικώτερον — ἡρωικός of the heroes adverbial comp ἡρωικός of the heroes masc acc comp sg ἡρωικός of the heroes neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωικῶν — ἡρωικός of the heroes fem gen pl ἡρωικός of the heroes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωικόν — ἡρωικός of the heroes masc acc sg ἡρωικός of the heroes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλαντανελάς — Ηρωικός Βυζαντινός πλοίαρχος. Διακρίθηκε στην τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1453). Όταν, στις αρχές της άνοιξης του 1453, ο τουρκικός στόλος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε τον αποκλεισμό, ο Φ., ο οποίος βρισκόταν με τον… … Dictionary of Greek
ἡρωικαῖς — ἡρωικός of the heroes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωικαί — ἡρωικός of the heroes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρωικοῖς — ἡρωικός of the heroes masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)