- ἡπίολος
ἡπίολος, ὁ, eine Lichtmotte, ὁ περὶ τὸν λύχνον πετόμενος Arist. H. A. 8, 27, v. l. ἡπιόλης u. ἡπιλιότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡπίολος, ὁ, eine Lichtmotte, ὁ περὶ τὸν λύχνον πετόμενος Arist. H. A. 8, 27, v. l. ἡπιόλης u. ἡπιλιότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηπίολος — ἡπίολος και ἡπιόλης, ό (Α) μικρή πεταλούδα που πετά γύρω από το φως, ο πυραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπίαλος] … Dictionary of Greek
ἡπίολος — moth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… … Dictionary of Greek
ηπιόλης — (I) ἠπιόλης, ό (Α) βλ. ηπιάλης. (II) ἡπιόλης, ό (Α) βλ. ηπίολος … Dictionary of Greek