- ἡπατίτης
ἡπατίτης, ὁ, leberähnlich, λίϑος, fem. ἡπατῖτις, ἀλόη, Geop.; die Leber betreffend, = ἡπατικός, Medic., ἡπ. φλέψ, die große Hohlader, Arist. H. A. 3, 2; Medic. Auch eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡπατίτης, ὁ, leberähnlich, λίϑος, fem. ἡπατῖτις, ἀλόη, Geop.; die Leber betreffend, = ἡπατικός, Medic., ἡπ. φλέψ, die große Hohlader, Arist. H. A. 3, 2; Medic. Auch eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek