- ἡπατηρός
ἡπατηρός, = ἡπατικός, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡπατηρός, = ἡπατικός, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηπατηρός — ἡπατηρός, ά, όν (Μ) ηπατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. αιματ ηρός, δαπαν ηρός)] … Dictionary of Greek
ἡπατηρᾷ — ἡπατηρός fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ἡπατηράν — ἡπατηρά̱ν , ἡπατηρός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)