ὠΐα

ὠΐα

ὠΐα, ἡ, = ᾤα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὠία — ὠίᾱ , ᾤα sheepskin fem nom/voc/acc dual ὠίᾱ , ᾤα sheepskin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωΐα — και ὤια, ἡ, Α βλ. ώα …   Dictionary of Greek

  • ὠιά — ᾠόν egg neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤια — ᾤᾱ , οἰάω imperf ind act 3rd sg ᾦον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώα — (I) η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Α παρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγια νεοελλ. φρ. «αιδοιική ώα» ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίου νεοελλ. μσν. περιθώριο σελίδας βιβλίου αρχ. 1. δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • ούγια — και γούια και νούγια, η παρυφή υφάσματος, άκρη πανιού στην οποία αναγράφεται συνήθως αποτυπωμένη ή υφασμένη η προέλευση και η σύστασή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οὔϊα < οὔα < αρχ. ᾤα, ασυναίρ. ὠΐα «προβιά» (< ὄϊς «πρόβατο»). Ο τ. νούγια έχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”