- ὠώδης
ὠώδης, ες, zsgzgn statt ὠοειδής, ές, eiartig, eiförmig, eirund, Arist. Gen. an. 2, 1 H. A. 6, 10.
Ende des zweiten Bandes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠώδης, ες, zsgzgn statt ὠοειδής, ές, eiartig, eiförmig, eirund, Arist. Gen. an. 2, 1 H. A. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾠώδης — egg like masc/fem acc pl (attic epic doric) ᾠώδης egg like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ᾠώδης egg like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωώδης — ες / ᾠώδης, ῶδες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα αβγού 2. αυτός που έχει σύσταση κολλώδη σαν τού αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + ώδης*] … Dictionary of Greek
ᾠώδεις — ᾠώδης egg like masc/fem acc pl ᾠώδης egg like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek